- προαπογεύονται
- προαπογεύομαιtaste beforepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαπογεύομαι — Α δοκιμάζω κάτι με τη γεύση εκ τών προτέρων («τροφῆς προαπογεύονται», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπογεύομαι «δοκιμάζω με τη γεύση»] … Dictionary of Greek